λιβανοκαΐα

λιβανοκαΐα
λῐβᾰνο-κᾰΐα, ,
A burning of incense, ib.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιβανοκαΐα — λιβανοκαΐα, ἡ (Α) το κάψιμο λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + καΐα (< καής< καίω), πρβλ. ηλιο καΐα, λυχνο καΐα] …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”